κατισχύω

κατισχύω
(AM κατισχύω)
καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύω («ὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.)
μσν.
1. κατορθώνω, καταφέρνω
2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι
αρχ.
1. φθάνω στην πλήρη ακμή τής δύναμής μου («ἐξ ὅτου νέας τροφῆς ἔληξε καὶ κατίσχυσεν δέμας», Σοφ.)
2. ενισχύω, ενδυναμώνω, ενθαρρύνω («οὐδετέραν τῶν στάσεων κατισχύειν», Διον.Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἰσχύω «είμαι δυνατός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατισχύω — κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres subj act 1st sg κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατισχύω — κατίσχυσα, επικρατώ, υπερνικώ: Κατίσχυσε του αντιπάλου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατισχῦον — κατισχύω overpower pres part act masc voc sg κατισχύω overpower pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατισχῦσαι — κατισχύω overpower aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατισχῦσαν — κατισχύω overpower aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατισχύετε — κατῑσχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres imperat act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατισχύσω — κατῑσχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor subj act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower fut ind act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατίσχυον — κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατισχύηι — κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres ind mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατισχύσατε — κατισχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor imperat act 2nd pl κατῑσχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor ind act 2nd pl κατισχύ̱σατε , κατισχύω overpower aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”